- περιπτωσιολογία
- η казуистика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιπτωσιολογία — και περιπτωσεολογία, η, Ν 1. σύνολο πιθανών καταστάσεων 2. η καζουιστική. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελληνική τού γαλλ. casuistique. Ο τ. περιπτωσεολογία μαρτυρείται από το 1891 στο Ημερολόγιον Πανελλήνιος Σύντροφος] … Dictionary of Greek
περιπτωσιολογία — η μέρος της ηθικής που εξετάζει τις διάφορες περιπτώσεις της ζωής, όπου συμβαίνει σύγκρουση καθηκόντων, αλλιώς καζουιστική (από το λατ. casus = περίπτωση) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καζουιστικός — ή, ό 1. (φιλοσ. και κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διάφορες επιμέρους περιπτώσεις στην πράξη 2. το θηλ. ως ουσ. η καζουιστική μέρος τής ηθικής που πραγματεύεται τη μέθοδο προσκτήσεως οδηγιών με την αντιμετώπιση ειδικών περιπτώσεων τού… … Dictionary of Greek
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
Σαίκσπηρ, Ουίλιαμ — (Shakespeare). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (Στράτφορντ ov Αίηβον 1564 1616). Από τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, οι πιο αξιόπιστες είναι εκείνες που βγαίνουν από δικαστικά έγγραφα και μαρτυρίες συγχρόνων του. Γιος … Dictionary of Greek